Αλλογενής Ελληνίδα εκ πολιτογραφήσεως - πρόσληψη διδακτικού προσωπικού
Αλλογενής Ελληνίδα εκ πολιτογραφήσεως - πρόσληψη διδακτικού προσωπικού
Περιγραφή
Απόρριψη αίτησης για πρόσληψη ως ωρομίσθιο διδακτικό προσωπικό στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, Ελληνίδας που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό της η προϋπόθεση κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από γέννηση. Ο Συνήγορος του Πολίτη σε σχετικό έγγραφό του προς τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών επισήμανε τα ζητήματα συνταγματικότητας που εγείρει η ως άνω προϋπόθεση δεδομένης της διάκρισης που αυτή εισάγει μεταξύ ελλήνων πολιτών με βάση τον τρόπο κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας. Παράλληλα, ο Συνήγορος του Πολίτη εστίασε στο ζήτημα παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης υπό το πρίσμα του ν.3304/05, επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή του κανόνα απαγόρευσης άμεσων και έμμεσων διακρίσεων προϋποθέτει την επί ίσοις όροις άσκηση ενός δικαιώματος ή απόλαυση ενός έννομου αγαθού. Μόνη επιτρεπτή απόκλιση από την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης αποτελεί η διάκριση λόγω ιθαγένειας (άρθρο 4 παρ. 2 του ν.3304/05), στοιχείο που προφανώς δεν συντρέχει όταν ημεδαποί πολίτες, ευρισκόμενοι στη χώρα τους, παρεμποδίζονται στην απόλαυση του ιδίου ακριβώς αγαθού εν σχέσει προς άλλους συμπολίτες τους. Στην υπό κρίση περίπτωση ωστόσο, αλλογενής ελληνίδα πολίτις, που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, υφίσταται δυσμενή μεταχείριση εν σχέσει προς αυτήν της οποίας τυγχάνουν, σε ανάλογη κατάσταση, όσοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννησή τους, είτε σε πραγματικό χρόνο ως τέκνα έλληνα ή ελληνίδας, είτε αναδρομικά ως πολιτογραφηθέντες ομογενείς, για λόγο ο οποίος ανάγεται απευθείας στην εθνοτική της καταγωγή και συγκεκριμένα στην ιδιότητά της ως αλλογενούς ελληνίδας, χωρίς η διάκριση αυτή να εμπίπτει στις επιτρεπόμενες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας.
Περαιτέρω δε κατά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία, διάκριση η οποία στηρίζεται σε χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την εθνοτική ή φυλετική καταγωγή, ενδέχεται να συνιστά επιτρεπτή απόκλιση, σύμφωνα με τον ν.3304/05, μόνον εάν το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας και μόνον, εφόσον ο σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση που τίθεται είναι ανάλογη για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού (άρθρο 5 του ν.3304/05). Στην περίπτωση αυτή, κρίσιμο για τη διαπίστωση του εάν η απόκλιση είναι θεμιτή ή όχι είναι ο συσχετισμός του εθνοτικού ή φυλετικού χαρακτηριστικού με τις απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις της υπό κρίση δραστηριότητας και ειδικότερα η εναρμόνιση της απαίτησης αυτής με τον επιδιωκόμενο σκοπό και την αρχή της αναλογικότητας, στοιχείο το οποίο επίσης δεν φαίνεται να συντρέχει εν προκειμένω, αφού δεν προκύπτει καμμία ειδική αιτιολόγηση της οικείας απόκλισης, με αναφορά σε συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την εθνοτική καταγωγή της ενδιαφερόμενης.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι, η διάκριση την οποία υφίσταται η αναφερόμενη, αφενός δεν εμπίπτει στις επιτρεπόμενες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας και αφετέρου δεν φαίνεται να συνδυάζεται με εθνοτικό ή φυλετικό χαρακτηριστικό το οποίο έχει καθοριστική σημασία στην άσκηση της συγκεκριμένης διδακτικής δραστηριότητας και δικαιολογείται αντικειμενικά από κάποιο θεμιτό σκοπό τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ενδεχόμενη ιδιαιτερότητα της άσκησης καθηκόντων διδακτικού προσωπικού σε στρατιωτική σχολή, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι επιτρέπει, κατ’ αρχήν, τον αποκλεισμό αλλοδαπών από την άσκηση των καθηκόντων αυτών, -διάκριση, η οποία άλλωστε είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν.3304/05- δεν είναι δυνατό να τύχει εφαρμογής ως κριτήριο διάκρισης μεταξύ ελλήνων πολιτών. Έτσι, η εξαίρεση της ιθαγένειας και συγκεκριμένα η εξαίρεση αλλοδαπών τρίτων χωρών από το πεδίο εφαρμογής του ν.3304/05 δεν επιτρέπουν με οποιοδήποτε τρόπο την επεκτατική εξαίρεση σε διαφοροποιήσεις αναγόμενες στην αλλογενή προέλευση ελλήνων πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν αυτοί ή άλλοι πιθανολογούμενοι σκοποί του νόμου γίνονταν δεκτοί ως θεμέλια θεμιτής δυσμενούς μεταχείρισης όλων των πολιτογραφηθέντων, και πάλι δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη διάκριση ανάμεσα στους πολιτογραφηθέντες με βάση το ειδικό πρόσθετο κριτήριο του «αλλογενούς».
Ο Συνήγορος του Πολίτη ζήτησε τέλος να επανεξετασθεί η νομιμότητα της οικείας προϋπόθεσης υπό το πρίσμα του άρθρου 26 του νόμου, το οποίο προβλέπει ότι: «Με την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη … η οποία είναι αντίθετη προς την, κατά τον παρόντα νόμο, αρχή της ίσης μεταχείρισης».