Διορισμός πολιτογραφηθέντων ως δικηγόρων
Διορισμός πολιτογραφηθέντων ως δικηγόρων
Περιγραφή
Ελληνίδα εκ πολιτογραφήσεως από τον Σεπτέμβριο 2003 και ασκουμένη δικηγόρος από τον Σεπτέμβριο 2004, εν όψει της επικείμενης ολοκλήρωσης του χρόνου άσκησής της, ζήτησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να πιστοποιήσει ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 εδάφ. β΄ Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σύμφωνα με την οποία «Αλλογενής αποκτήσας την Ελληνικήν Ιθαγένειαν διά πολιτογραφήσεως, δεν δύναται να διορισθή Δικηγόρος προ της συμπληρώσεως πενταετίας από ταύτης», έχει παύσει να ισχύει μετά τη δημοσίευση του ν. 3304/2005, κατ’ άρθρο 26 του οποίου «καταργείται κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη … η οποία είναι αντίθετη προς την, κατά τον παρόντα νόμο, αρχή της ίσης μεταχείρισης». Το Υπουργείο (έγγραφο υπ’ αρ. πρωτ. 77516/05/15.2.2006) απάντησε ως εξής: «Σας κάνουμε γνωστό ότι αρμόδια για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είναι τα διοικητικά δικαστήρια της Χώρας. Κατόπιν τούτου, κατά την κρίση της υπηρεσίας μας, το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, σχετικά με τη δυνατότητα διορισμού ως δικηγόρου αλλογενούς που απέκτησε την Ελληνική Ιθαγένεια δια πολιτογραφήσεως, θεωρείται ότι δεν έχει καταργηθεί με τη δημοσίευση του ν. 3304/2005». Στο μεταξύ, ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς παρέλαβε την αίτηση της αναφερόμενης για συμμετοχή στις εξετάσεις του Μαϊου 2006, η αρμόδια (κατ’ άρθρο 15 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων) Εξεταστική Επιτροπή του Εφετείου Πειραιώς επέτρεψε τη συμμετοχή της η οποία απέβη επιτυχής και ο πίνακας επιτυχόντων διαβιβάσθηκε τον Ιούλιο 2006 στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο όμως διόρισε όλους τους επιτυχόντες πλην της αναφερόμενης.
Ο ν. 3304/2005 απαγορεύει (άρθρο 2 παρ. 1) κάθε άμεση ή έμμεση (άρθρο 3 παρ. 3) διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής στην εργασία (άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. α΄ & δ΄), επιβάλλοντας την επί ίσοις όροις άσκηση ενός δικαιώματος ή απόλαυση ενός έννομου αγαθού. Μόνη επιτρεπτή απόκλιση από την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης είναι (άρθρο 4 παρ. 2) η διάκριση λόγω ιθαγένειας, στοιχείο που προφανώς δεν συντρέχει όταν έλληνες πολίτες, ευρισκόμενοι στη χώρα τους, παρεμποδίζονται στην απόλαυση του ιδίου ακριβώς αγαθού εν σχέσει προς άλλους συμπολίτες τους. Στην προκείμενη περίπτωση, αλλογενείς έλληνες πολίτες, που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, υφίστανται δυσμενή μεταχείριση εν σχέσει προς αυτήν της οποίας τυγχάνουν, σε ανάλογη κατάσταση (δηλαδή σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις διορισμού δικηγόρου), όσοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια είτε από τη γέννησή τους (σε πραγματικό χρόνο ή αναδρομικά) ως τέκνα έλληνα ή ελληνίδας, είτε πολιτογραφηθέντες ως ομογενείς. Το άρθρο 3 παρ. 1 εδάφ. β΄ Κώδικα Δικηγόρων θέτει τους αλλογενείς πολιτογραφηθέντες σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με τους ομογενείς πολιτογραφηθέντες ή τους εκ γενετής έλληνες, για λόγο ο οποίος ανάγεται στην εθνοτική καταγωγή τους, ήδη ρητώς και αμέσως εξ αιτίας του περιορισμού «αλλογενής». Η διάκριση αυτή δεν φαίνεται να δικαιολογείται αντικειμενικά από κάποιο θεμιτό σκοπό με τη χρήση ενός πρόσφορου και αναγκαίου μέσου: η μεν ιδιαιτερότητα του δικηγορικού (ως δημοσίου) λειτουργήματος, η οποία κατά τη νομολογία (πλέον πρόσφατη η απόφαση 204/2005 Συμβουλίου Επικρατείας) επιτρέπει κατ’ αρχήν τον αποκλεισμό αλλοδαπών, δεν είναι δυνατό να τύχει εφαρμογής ως κριτήριο διάκρισης μεταξύ ελλήνων πολιτών, η δε ανάγκη προσαρμογής των πολιτογραφηθέντων στην ελληνική νομική και κοινωνική πραγματικότητα καλύπτεται επαρκώς από τον διαδραμόντα χρόνο άσκησης και δύναται να διαπιστωθεί κατά τις σχετικές εξετάσεις. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αυτοί ή άλλοι πιθανολογούμενοι σκοποί του νόμου γίνονταν δεκτοί ως θεμέλια θεμιτής δυσμενούς μεταχείρισης όλων των πολιτογραφηθέντων, και πάλι δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη διάκριση ανάμεσα στους πολιτογραφηθέντες με βάση το ειδικό πρόσθετο κριτήριο του «αλλογενούς». Για τους λόγους αυτούς, το άρθρο 3 παρ. 1 εδάφ. β΄ Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, και πρέπει να λογίζεται ως αυτοδικαίως καταργηθέν δυνάμει του άρθρου 26 ν. 3304/2005, χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη νομοθετική κατάργησή του ή αντίστοιχη δικαστική κρίση.
Αντί απαντήσεως, το Υπουργείο (έγγραφο υπ’ αρ. πρωτ. 40509/27.6.2006) ζήτησε γνωμοδότηση της (κατ’ άρθρα 19 παρ. 2 & 21-22 ν. 3304/2005) «Επιτροπής Ίσης Μεταχείρισης». Ο Συνήγορος επισήμανε ότι η Επιτροπή αυτή είναι αναρμόδια για απ’ ευθείας παρέμβαση επί παραβάσεων προερχομένων από φορείς του δημόσιου τομέα, οπότε η γνώμη της, εν προκειμένω, θα ήταν απλώς επικουρική και ενισχυτική, αν δε αυτή ελλείπει ή βραδύνει, η διοίκηση ούτως ή άλλως βαρύνεται με την υποχρέωση ν’ αντιμετωπίσει εκ των ενόντων τα νομικά ζητήματα. Η Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης τελικώς γνωμοδότησε σε απόλυτη συμφωνία με τις ως άνω διαπιστώσεις του Συνηγόρου του Πολίτη τις οποίες αποδέχθηκε τελικώς το αρμόδιο Υπουργείο.
Συνοδευτικά Αρχεία
- 1. Πόρισμα - 257 KB
- 2. Δελτίο Τύπου - 85 KB