Ο όρος «αστική ευθύνη» σημαίνει ότι το Δημόσιο και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (α΄ και β΄ βαθμού) ευθύνονται σε αποζημίωση για παράνομες πράξεις, υλικές ενέργειες ή και παραλείψεις των οργάνων τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί.
Η ευθύνη αυτή θεμελιώνεται στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ) και είναι ευθύνη αντικειμενική. Πρόκειται δηλαδή για ευθύνη που γεννάται ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας του οργάνου του Δημοσίου ή των ΟΤΑ, η πράξη, η παράλειψη ή υλική ενέργεια του οποίου προκάλεσε τη ζημιά.
Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου να γεννηθεί η αστική ευθύνη, όπως τις καθορίζει η νομολογία, είναι οι εξής: η πράξη, η υλική ενέργεια ή η παράλειψη να είναι παράνομη, να προκαλεί ζημιά (περιουσιακή ή ηθική), ενώ μεταξύ της πράξης, της υλικής ενέργειας ή της παράλειψης και της επέλευσης της ζημιάς πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά να είναι ικανή να προκαλέσει τη ζημιά αυτή.
Η παράνομη συμπεριφορά έγκειται στην παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας που πρέπει να επιδεικνύουν τα όργανα των ΟΤΑ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
Από τις αναφορές που κατατίθενται στον Συνήγορο προκύπτει ότι τα αιτήματα αποζημίωσης των πολιτών αφορούν κυρίως βλάβες που υπέστησαν τα οχήματά τους από κακοτεχνίες του οδοστρώματος (π.χ. λακκούβες), αλλά και ζημιές από ελλιπή ή πλημμελή σήμανση οδών, πτώση κλαδιών ή κορμών δένδρων, μετακινήσεις κάδων απορριμμάτων, ή και από άλλες παρεμφερείς αιτίες του πεδίου αρμοδιότητας των ΟΤΑ. Επίσης, διαπιστώνεται ότι οι πολίτες ζητούν από τους ΟΤΑ χρηματική ικανοποίηση για τη ζημιά που υπέστησαν, χωρίς προσφυγή στη δικαιοσύνη (δηλαδή μέσω εξώδικου συμβιβασμού), προκειμένου να αποφύγουν τη χρονική και οικονομική ταλαιπωρία που συνεπάγεται μια δικαστική διαμάχη.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, από την αρχή της ίδρυσής του, αναδεικνύει τη δυνατότητα που παρέχει ο νόμος για τη σύναψη εξώδικου συμβιβασμού σε θέματα αστικής-αντικειμενικής ευθύνης των ΟΤΑ. Η διαρκής αυτή παρέμβαση εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της αναζήτησης εξώδικων μορφών επίλυσης των διαφορών, στην πλησιέστερη για τον πολίτη βαθμίδα διοίκησης. Ο εξώδικος συμβιβασμός προτείνεται προκειμένου να αποφευχθεί η μεγάλη χρονική καθυστέρηση και το κόστος που συνεπάγεται η προσφυγή στη δικαιοσύνη, υπό τον όρο να καλύπτεται μόνον η θετική ζημία των πολιτών, σε αντίθεση με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης (θετική και αποθετική ζημιά, ή και ικανοποίηση ηθικής βλάβης) που επιδικάζουν τα δικαστήρια.
Με αφετηρία την Ειδική Έκθεση με τίτλο "Η περίπτωση υλικών ζημιών σε οχήματα από ανωμαλίες του οδοστρώματος ή άλλες παρεμφερείς αιτίες" που εκπόνησε το 2004 και τις έκτοτε αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του, ο Συνήγορος συνέβαλε στην άρση των επιφυλάξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Υπουργείου Εσωτερικών κατά του εξώδικου συμβιβασμού, ενώ σε πιο πρόσφατη Ειδική Έκθεσή του με τίτλο «Δημοτικές Πρόσοδοι και άλλα θέματα» υπενθυμίζει την υποχρέωση των δήμων να εξετάζουν, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, τη δυνατότητα της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών τους με τους πολίτες.